Εκδήλωση για επέτειο των 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή

Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε στις 28.11.2022 η προγραμματισθείσα εκδήλωση από την Πανελλήνια Εταιρεία Γηριατρικής και Γεροντολογίας με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από την Μικρασιατική Καταστροφή με βασική ομιλήτρια την Κα Αικατερίνη Κουμπουρλή και θέμα : «Πως επηρέασε τον πολιτισμό της Ελλάδος του 20ου αιώνα το κύμα των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής». 

Η κα Κουμπουρλή αναφέρθηκε με γλαφυρό και άρτιο λόγο στο θέμα καλύπτοντάς το σε όλο το εύρος του και με κάθε λεπτομέρεια. Το κοινό παρακολούθησε με ενδιαφέρον και οι εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν ήταν εξαιρετικά θετικές. 

Ακολούθως τμήμα του Χορευτικού του Δ. Πατρέων παρουσίασε σειρά παραδοσιακών χορών από τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία. 

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας.

 

100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ (Η προσφορά των προσφύγων)

της Κατερίνας Κουμπουρλή-Παναγιωτοπούλου (Φιλολόγου, τ. Προέδρου Δημοτικού Συμβουλίου Δ. Πατρέων)

 

Αγνώστου λαϊκού ποιητή…

«Όλεθρος»

Τι εν τω κακό που γένηκε, τούτο το καλοκαίρι

που ξεκληρίστη ο ντουνιάς και η Χριστιανοσύνη

ο Πόντος ξεριζώθηκε, η Σμύρνη κατεστράφη,

στην Προύσα, στην Αττάλεια δεν έμεινε σημάδι.

Πέρα εις την Καισάρεια, Πέργαμο, Μαγνησία,

δεν φαίνεται, δε βρίσκεται, Ρωμιός για να μιλάει.

Οι Τούρκοι τα κουρσέψανε, οι Τούρκοι τα πατήσαν

τη χώρα τη κατέστρεψαν, την πλούσια τη Σμύρνη

που ήταν τ’άνθι του ντουνιά καμάρι της Ασίας.

Έχασε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,

η αδερφή τον αδερφό, ο άντρας τη γυναίκα.

Και γυναικόπαιδα πολλά, γερόντισσες και γέροι

ήρθαν εδώ ξυπόλητοι, γδυτοί και πεινασμένοι.

Μα ένα πουλί, καλό πουλί, ελάλησε και λέει:

Μη κλαίτε τη καταστροφή και μη πολυλυπάστε

ποιος ξέρει τί καιροί θα ΄ρθουν, τί χρόνοι θα γυρίσουν

να πάμε να τα πάρουμε για να πολυχαρούμε…

 

Θέλησα με τους παραπάνω στίχους ενός αγνώστου λαϊκού ποιητή, που εξιστορούν συνοπτικά το αποτέλεσμα της Μικρασιατικής βιβλικής καταστροφής του 1922 και εισαγωγικά ν’ αναφερθώ στο μεγάλο όλεθρο, στην πληγή της συλλογικής μας συνείδησης και να συμφωνήσω με αυτό που επιβεβαιώνουν οι τελευταίοι στίχοι του ότι αυτή η πατρίδα, παρά την απουσία μας 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Εστία, δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται «χαμένη». Οι άνθρωποι χάνουν αυτά που λησμονούν και χάνεται ό,τι δεν ενεργοποιεί τη μνήμη, τη βούληση, το συναίσθημα..

Κύριε Πρόεδρε, αγαπητοί κυρίες και κύριοι, όταν δέχθηκα την τιμητική πρόταση, που μου έγινε από το Δ.Σ. της εταιρείας μας, για μια επετειακή ομιλία αναφερόμενη στη Μικρασιατική Καταστροφή, εζήτησα και συμφωνήσαμε ν’ αναφερθώ σ’ ένα κομμάτι της, στους πρόσφυγες και στην προσφορά τους στην Ελλάδα και τον Ελληνισμό, αφήνοντας την εξιστόρηση των συμβάντων στους ανθρώπους που ασχολούνται με την ιστορία. Αυτοί οφείλουν να φωτίσουν τα σκοτεινά και φωτεινά μονοπάτια, που οδήγησαν το έθνος μας στον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη του 1922 και να αποδώσουν ιστορική δικαιοσύνη εκεί, όπου πρέπει.

Πάντα ένιωθα και νιώθω έναν απέραντο σεβασμό, μια ιδιαίτερη εκτίμηση για κάποιον που μου συστήνεται, με κρυφή περηφάνεια στο βλέμμα του, ότι είναι πρόσφυγας, απόγονος κάποιου που ήλθε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή ή τους διωγμούς του Πόντου και επιβίωσε και πρόκοψε και πρόσφερε και προσφέρει στη χώρα μας.

Θα προσπαθήσω ν’ αναφερθώ, όσο μου επιτρέπει ο χρόνος, στη συμβολή των προσφύγων στην πολιτιστική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας μας, αποτίνοντας φόρο τιμής στον ανώνυμο και επώνυμο Μικρασιάτη πρόσφυγα, που ακόμα και σήμερα σε κάθε προσφυγική γειτονιά κρατάει άσβεστο το καντήλι της παράδοσης που ποτέ δεν λησμόνησε. Και κουβαλάει μαζί του μια λύρα, που οι χορδές της ραγίζουν σαν πάει να θυμηθεί και να τραγουδήσει, τόσα που θυμάται από παππούδες και γιαγιάδες.

Επιγραμματικά, πριν αναφερθούμε στο κυρίως θέμα, ελάχιστα για την εγκατάστασή τους στη χώρα μας.

Έως την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, το 1923, πάνω από 1.500.000 Μικρασιάτες Έλληνες πρόσφυγες ξεριζώθηκαν και μετοίκησαν στα νησιά του Αιγαίου και την Κεντρική και Βόρεια χώρα μας. Βασανισμένοι και πεινασμένοι, εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι, με αγνοούμενα τα περισσότερα μέλη των οικογενειών τους, βάδισαν το δρόμο της προσφυγιάς, έχοντας μαζί τους μόνο το σώμα τους, γιατί η ψυχή τους είχε μείνει πίσω, ξεχασμένη μέσα στα ρημαγμένα τους σπίτια, στις σιωπηλές εκκλησιές, στα άδεια μοναστήρια. Αυτό φαίνεται και από γραμμές επιστολής του Νομπελίστα ποιητή μας στην αδερφή του:

«Γιατί να μην ήταν βολετό, να είχα ξεκληριστεί κι εγώ, μαζί με τ’ άλλα παιδιά, που ξεκληρίστηκαν πέρα στους κάμπους της Ντροπής…..Όλοι είμαστε συνέχεια με δάκρυα στα μάτια…Τώρα που σου γράφω το μισοφέγγαρο ίσως είναι στο κονάκι και ο ήλιος ήσυχος σαν και πάντα…

Είμαι δυστυχισμένος αδερφή μου

           Γιώργος Σεφέρης»

 

Για την κάλυψη των πρώτων αναγκών, η Ελλάδα βοηθήθηκε με δάνειο από την ΚΤΕ και από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, που ιδρύθηκε το Νοέμβριο του 1923, με σκοπό την οριστική στέγαση και απασχόληση των Προσφύγων. Η προσωρινή τους στέγαση έγινε σε γήπεδα, θέατρα, αυλές εκκλησιών, παράγκες, καθώς και σε χαμόσπιτα, καλύβες, που βρίσκονταν σε εγκαταλελειμμένα χωριά και πάντα μακριά από πυκνοκατοικημένες περιοχές μεγάλων πόλεων. Οι συνθήκες διαβίωσης άθλιες. Αντιμέτωποι με επιδημικές ασθένειες, όπως εξανθηματικός τύφος, γρίπη, ελονοσία, φυματίωση, ευλογιά.

Παρά τις καθυστερήσεις και τις ελλείψεις, άρχισαν να οργανώνονται μόνιμα αφού εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, στη Δυτική Θράκη, Κρήτη, Νησιά Αιγαίου, Πελοπόννησο και μαζικά στην Αθήνα, όπου τους δόθηκε η δυνατότητα ν’ αρχίσουν μια νέα ζωή . Οργανώνουν συνοικισμούς ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους. Έτσι προέκυψαν οι Νέα Ιωνία, Ν. Σμύρνη, Ν. Φιλαδέλφεια, Νίκαια, Ν. Μουδανιά, Ν. Αλικαρνασσός, Ν. Ερυθραία, Ν. Φωκαία, Ν. Καρβάλη, Ν. Μάκρη και τόσα άλλα τοπωνύμια, που μέχρι σήμερα δεν αποτελούν απλώς αναμνήσεις. Είναι το γεωγραφικό πλαίσιο των βιωμάτων, που συνδέει το χθες με το σήμερα.

Οι παραπάνω συνοικίες ονομάζονταν προσφυγικές και σ’ αυτές, σε παράγκες με καμαρούλες μια σταλιά ζούσαν απομονωμένοι, αποξενωμένοι και περιθωριοποιημένοι, από την υπόλοιπη ελληνική κοινωνία. Σε αρκετές περιπτώσεις αντιμετωπίστηκαν εχθρικά και λόγω, κυρίως, της οικονομικής κατάστασης της χώρας μας, τη δεδομένη χρονική συγκυρία, αλλά και γιατί πυροδότησαν τα ξενοφοβικά σύνδρομα των γηγενών, που λειτούργησαν ως τροχοπέδη στην ομαλή ένταξη των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία. Αμφισβητήθηκε ακόμα και η ίδια η ελληνικότητά τους. Αυτό αποτυπώνεται σε περιφρονητικές ονομασίες όπως «τουρκόσποροι», «γιαουρτοβαφτισμένοι», «σκατοογλούδες», «Σμυρνιές», «παστρικιές» και «ξενομερίτες». Έτσι ένιωθαν παρείσακτοι και έβλεπαν την Ελλάδα αρχικά σαν «μητριά». Θα πει με νόημα ο Παλαμάς από το ποίημά του το 1923 «Το Τραγούδι των Προσφύγων»:

«Κι ό,τι αισθάνεσθε, πως είναι απάνου απ’ όλα τ’ άλλα,

και πως αξίζει θησαυρούς, της ξεκληριας παιδιά,

και ό,τι ζητάτε ανείπωτο το ξέρω∙ είναι μια στάλα

αγάπη και καλή καρδιά…»

Παρ’ όλα αυτά δραστηριοποιούνται από την πρώτη στιγμή, Δούλευαν ακατάπαυστα σε οποιοδήποτε επάγγελμα. Αποτέλεσαν το κύριο χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό της Ελλάδας για τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία, με τομείς απασχόλησης την κλωστοϋφαντουργία, την ταπητουργία (κλάδο άγνωστο στον ελληνικό χώρο πριν τον ερχομό των προσφύγων), την μεταξουργία, την αλευροβιομηχανία και καπνοβιομηχανία. Πολλοί πρόσφυγες έγιναν έμποροι ανακτώντας το επαγγελματικό τους κύρος. Με το νέο πνεύμα, που έφεραν, την εφευρετικότητα και την επιμονή που διέθεταν, χρησιμοποιώντας, παράλληλα τη γνώση ξένων γλωσσών και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, έφεραν ένα νέο αέρα στη μέχρι τότε «πρωτόγονη» επιχειρηματικά Ελλάδα. Τα μεγαλύτερα ονόματα, που το αποδεικνύουν είναι ο Πρόδρομος Μποδοσάκης Αθανασιάδης, ο «μπέης της ελληνικής βιομηχανίας» και ο γνωστός Αριστοτέλης Ωνάσης από τα Βουρλά της Σμύρνης. Έτσι κατάφεραν ν’ αποδείξουν ότι δεν ήσαν κοινωνικά παράσιτα, αλλά υπήρξαν ένας αληθινός μοχλός ανάπτυξης για την κατεστραμμένη από τους πολέμους ελληνική οικονομία, την οποία έβγαλαν από το λήθαργό της και την ώθησαν σε κρίσιμες αναδιαρθρώσεις.

Η παρουσία όμως των Μικρασιατών προσφύγων στον ελλαδικό χώρο ήταν ανεκτίμητα δημιουργική, γόνιμη και ωφέλιμη σε πολιτιστικό επίπεδο. Προερχόμενοι από μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, τα ήθη, τα έθιμα, τις αξίες και τον πολιτισμό τους μπόλιασαν την κουλτούρα των Ελλήνων με νέες αντιλήψεις και πολιτισμικές αξίες, εμπλούτισαν τη λογοτεχνία και τη μουσική τους, επηρέασαν σημαντικά την καθημερινότητά τους, δημιούργησαν νέα ρεύματα για την επιστήμη της λαογραφίας και αναζωογόνησαν το ελλαδικό πολιτισμικό τοπίο. Συνδιαμόρφωσαν τη νεοελληνική φυσιογνωμία του λαού μας, αν και η ελληνική κοινωνία για αρκετά χρόνια ήταν ξένη για τους περισσότερους πρόσφυγες, παρά τους κοινούς δεσμούς θρησκεία, γλώσσα και εθνική ταυτότητα. Και οι δυο πλευρές βίωναν ένα οδυνηρό ξάφνιασμα, ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ. Γλωσσικές ιδιομορφίες και παράξενα ιδιώματα, διάλεκτοι, τρόποι, συνήθειες ενίσχυαν τη συνείδηση της ιδιαιτερότητας του πρόσφυγα και εμπόδιζαν  την επικοινωνία τους με τους γηγενείς και το κράτος τους.

Το 1922 θεωρείται σημαντικός σταθμός για τη λογοτεχνία, η οποία επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη Μικρασιατική καταστροφή και τις συνέπειές της. Τον υπερασπιστή των χαμένων δικαίων ανέλαβε ο δημοτικός και έλλογος λόγος. Λογοτέχνες, που κατάγονταν από τη Μ. Ασία γίνονται μάρτυρες αυτής της ολέθριας για τον ελληνισμό περιόδου, καταγράφουν, αφηγούνται, εξιστορούν, περιγράφουν. Το δάκρυ έγινε ποίημα, ο καημός στίχος, ο πόνος ελεγεία, θρήνος και μοιρολόι, ο ξεριζωμός μυθιστόρημα, ο διωγμός διήγημα, η ματωμένη μνήμη αφήγηση, συναξάρι πίστης και ζωής απλών ανθρώπων, Ελλήνων Μικρασιατών. Ο φόβος, η πίκρα, η αγωνία για την επόμενη μέρα, η αποδοχή του διαφορετικού και η αναγνώριση της προσφοράς των προσφύγων στη νέα πατρίδα, καθόρισαν τις θεματικές ενότητες της λογοτεχνικής παραγωγής πολλών συγγραφέων, που συνέγραψαν λογοτεχνικά αριστουργήματα, εκφράζοντας ιστορικά γεγονότα και το συναισθηματικό φορτίο της προσφυγιάς.

Σημαίνουσες προσωπικότητες καταγόμενοι από την ελληνική Μικρά Ασία, που άφησαν το στίγμα τους στην ελληνική λογοτεχνία είναι οι: Διδώ Σωτηρίου (από Αϊδίνι), ο Ηλίας Βενέζης (από Αϊβαλί), Κοσμάς Πολίτης (από Σμύρνη), ο ζωγράφος και λογοτέχνης Φώτης Κόντογλου (από Αϊβαλί) και από την Κωνσταντινούπολη ο βραβευμένος με Νόμπελ λογοτεχνίας Γιώργος Σεφέρης, Γιώργος Θεοτοκάς, Μαρία Ιορδανίδου, Αντώνης Βουσβούνης, Μενέλαος Λουντέμης. Τατιάνα Σταύρου και Τάσος Αθανασιάδης από Σαλιχλί (Σάρδεις), Ιδιαίτερη αναφορά οφείλουμε να κάνουμε για τα δυο από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα «οι νεκροί περιμένουν» και τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδούς Σωτηρίου, που το θέμα τους αποτέλεσαν οι εμπειρίες του διωγμού και της Προσφυγιάς.

Τα «Ματωμένα Χώματα», το είπαν βιβλίο της Σύγχρονης Εξόδου του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κάστρο σωστού λόγου, μυθιστόρημα που καίει, τσούζει, τιμωρεί, που έχει ψυχή ανθρώπινη, οργή λαού και που κατά τη σύγχρονη συγγραφέα Διβάνη Λένα, πρέπει να συνταγογραφείται από το Ε.Σ.Υ.

Από αυτό το παρακάτω απόσπασμα:

«…τόσα φαρμάκια, τόση συφορά κι εμένα ο νους να γυρίσει θέλει πίσω στα παλιά! Να ΄ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες…….Αντάρτη του Κιορ Μεμετ, χαιρέτα μου τη γη, όπου μας γέννησε…. Ας μη μας κρατάει κακία που την ποτίσαμε με αίμα…..Ανάθεμα στους αίτιους…»   

Αναλογικά οι Μικρασιάτες ποιητές είναι αρκετά λιγότεροι και τα έργα τους σαφώς φτωχότερα. Μόλις εννέα ανήκαν στον προσφυγικό πληθυσμό: οι Γιώργος Σεφέρης, Γιάννης Βουλγαρίδης και Απόστολος Μαγγανάρης από τη Σμύρνη και οι Απόστολος Μελαχροινός, Κλέαρχος Μιμίκος, Αλέξανδρος Μπάρας, (Κώστας Ουράνης), Ιωσήφ Ραυτόπουλος και Γιώργος Σαραντάρης από Κωνσταντινούπολη και πόλεις της Ανατολικής Θράκης.

«Καλή μου, όταν λαμπάδιασε τ’ ωραίο κορμί σου

δε βρέθη  Θεός να σου σταθεί μητ’ άνθρωπος εσένα

μον’ ΄κοίταζ’ η μέρα βουβή κι η νύχτα αναγελάστρα

γιατί οι άνθρωποι ήταν θεριά κι έλειπε ο Θεός στα ξένα..»

λέει μέσα από τους στίχους του ποιήματος «Σμύρνη» ο ποιητής Άγγελος Συμηριώτης.

Και είναι γεγονός ότι η ανάγκη ν’ αποδοθούν οι τραγικές συνέπειες του Ελληνισμού σε μια ανεπτυγμένη αφήγηση, μπορούσε να καλυφθεί μόνο με τον πεζό λόγο. Αντίθετα ο συνοπτικός, υπαινικτικός και μεταφορικός ποιητικός λόγος αν και συναισθηματικά ισχυρότερος, χάνει στη λεπτομερή απεικόνιση των γεγονότων και στην αφήγηση προσωπικών ιστοριών.

Ήχοι, που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες, έκαναν, με την πολυμορφία και τη δύναμή τους, πιο πλούσιο τον ελληνικό μουσικό πολιτισμό. Η μουσική και το τραγούδι τους επηρέασε τα λαϊκά στρώματα παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο ερχομός τους δε στην Ελλάδα, συνέπεσε με την εμφάνιση του φωνογράφου στα Βαλκάνια, γεγονός που συνέβαλε στη διάδοση των ειδών της μουσικής τους αυτούσιων ή μεταπλασμένων. Τα είδη μουσικής που καλλιεργούσαν από τα μέσα του  19ου αιώνα οι Μικρασιάτες Έλληνες ήταν το ελαφρό και επιθεωρησιακό τραγούδι, καντάδες με πολλά δυτικά στοιχεία, τα ρεμπέτικα σε παραδοσιακό μοτίβο και στίχους προσαρμοσμένους στην ιδιαίτερη νοοτροπία των λαϊκών πληθυσμών των πόλεων σε ρυθμούς χορευτικούς με επικρατέστερους τους μπάλο, χασάπικο, ζεϊμπέκικο, καρσιλαμά και τσιφτετέλι. Τέλος, τους αμανέδες, μακρόσυρτα τραγούδια, με απαισιόδοξο και λυπητερό περιεχόμενο, που μιλούν για τα βάσανα, που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο, αρρώστια, φτώχεια, ξενιτιά, έρωτας χωρίς ανταπόκριση και άλλα.

Το έδαφος της Ελλάδας του 1922, αν και δεν ήταν έτοιμο να δεχθεί τους πρόσφυγες, φάνηκε έτοιμο να δεχθεί τη μουσική τους, γιατί ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η μικρασιατική μουσική είχε αγαπηθεί στην Ελλάδα μέσω των καφέ-αμάν και του Καραγκιόζη.

Έτσι μετά την εγκατάσταση των προσφύγων στις φτωχογειτονιές, η μουσική τους διαδίδεται με το φωνόγραφο σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, με συνέπεια να δημιουργηθούν τραγούδια σε σμυρναίικο ύφος με αναφορές και στη νέα πατρίδα. Το μεσοπολεμικό λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι διαμορφώθηκε σε σημαντικό βαθμό από τους πρόσφυγες και διαδόθηκε σε ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας μεταδίδοντας στους γηγενείς καθώς και στις επόμενες γενιές το αίσθημα της απώλειας και της προσφυγιάς που προξένησε η καταστροφή του 1922. Με αυτό αρχικά εκφράζεται η πολυσυλλεκτικότητα των νέων κατοίκων της Σύρου, του Πειραιά και άλλων πόλεων με λιμάνι.

Στη δεκαετία 1922-1932 ο αριθμός των δίσκων με τραγούδια σε σμυρναίικο ύφος είναι πολύ μεγάλος.

Με την είσοδο του ρεμπέτικου στη δισκογραφία η θεματολογία των τραγουδιών διευρύνθηκε, υποχώρησαν οι λεκτικοί ιδιωματισμοί και η μουσική ορχήστρα εμπλουτίσθηκε με το μπαγλαμά, τα σάζια, τους ταμπουράδες, το βιολί, το ούτι, το κανονάκι. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτός ο ρόλος που έπαιξαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στη διαμόρφωση του λαϊκού ρεμπέτικου τραγουδιού, αρκεί να αναφερθεί ότι από τους 70 μουσικούς πρώτης γραμμής, που ασχολήθηκαν με αυτό, οι 30 ήσαν Μικρασιάτες.

Στην περίοδο του μεσοπολέμου 1923-1940 κυριαρχεί κυρίως το πειραιώτικο στιλ ρεμπέτικου με την εισβολή των μπουζουκομπαγλαμάδων της παρέας του Μάρκου Βαμβακάρη, ενώ το βιολί και το σαντούρι βαθμιαία χάνουν τη δημοτικότητά τους.

Στην παρέα του Βαμβακάρη προσχωρούν οι περισσότεροι πρόσφυγες, συμβάλλοντας πάρα πολύ στην άνθηση του ρεμπέτικου ελληνικού τραγουδιού, θαλερό βλαστάρι ανατολίτικης προέλευσης. Παράλληλα αρχίζουν να γράφουν ρεμπέτικα και οι Σμυρνιοί συνθέτες Βαγγέλης Παπάζογλου, Παν. Τούντας, Σπύρος Περιστέρης, Δημήτρης Σεμψής ή Σαλονικιός, Γιάννης Δραγάτσης ή Ογδοντάκης, Σταύρος Παντελίδης, Γιάννης Εϊντζιρίδης ή Γιοβάν Τσαούς (Ικόνιο), Αντώνης Διαμαντίδης ή Νταλγκάς από Κωνσταντινούπολη, και ερμηνεύουν τραγούδια τους ωραίες φωνές προσφυγικές, όπως της Αγγέλας Παπάζογλου και της Ρόζας Εσκενάζυ, της οποίας το «καναρίνι μου γλυκό» τραγουδήθηκε και στην Ευρώπη. Αυτοί είναι οι κυριότεροι συνθέτες, που μεταφύτευσαν το Μικρασιάτικο δημοτικό και αστικό λαϊκό τραγούδι, στη δισκογραφία της κυρίως Ελλάδας στα χρόνια της προσφυγιάς. «Για σκέψου», έλεγε η Αγγέλα Παπάζογλου, «όλα τ’ άλλα τα ΄χαμε χάσει, το τραγούδι είχε γλυτώσει μέσα μας. Δεν έπρεπε να το αφήσουν να χαθεί και αυτό…»

Το ρεμπέτικο τραγούδι υπηρετήθηκε και από Έλληνες σπουδαίους συνθέτες και τραγουδιστές: τον Μάρκο Βαμβακάρη, το Δημήτρη Γκόγκο ή Μπαγιαντέρα, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τη Ρίτα Αμπατζή, το Μανώλη Χιώτη, τον Τσιτσάνη, τον Μητσάκη, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Μπάμπη Γκολέ, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Χαρακτηριστικοί για τους ρεμπέτες οι αισιόδοξοι στίχοι των δύο κλασικών ρεμπέτικων τραγουδιών:

«Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ’ αγαπούνε

μόλις με αντικρύσουνε θυσία θα γενούνε..» (στιχ.-συνθ. Βαμβακάρη)

«Εβίβα ρεμπέτες, εβίβα παιδιά, μες στη ρεμπέτικη ετούτη βραδιά,

Παίξε μπουζούκι μου κι όχι πολλά, λίγα χρόνια και καλά..»

Το θέμα του ξεριζωμού και της προσφυγιάς επανέφεραν στο τραγούδι και νεώτεροι δημιουργοί, όπως ο Απόστολος Καλδάρας με τη «Μικρά Ασία» (1972) σε στίχους Πυθαγόρα, ο Δήμος Μούτσης με το δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος» (1972), ο Σταύρος Ξαρχάκος με το «Ρεμπέτικο» (1983) σε στίχους Ν. Γκάτσου και ο Διονύσης Σαββόπουλος με το τραγούδι «Ζεϊμπέκικο», από το δίσκο «Βρώμικο ψωμί» (1972) με τη Σωτηρία Μπέλλου.

Το  είδος της μουσικής των προσφύγων που εξαφανίζεται από την ελληνική δισκογραφία στα μέσα του 1930 είναι οι αμανέδες, λόγω απαγόρευσης από τη δικτατορία του Μεταξά, που ήθελε να εξαφανίσει κάθε ίχνος ανατολίτικης κουλτούρας στερώντας έτσι από τους πρόσφυγες το κεντρικό τους μέσο έκφρασης του πόνου για την τραγική τους μοίρα.

Έκφραση αυτού του οδυνηρού συναισθήματος φαίνεται καθαρά στα παρακάτω δίστιχα αμανέδων τραγουδισμένων από πρόσφυγες.

«Σαν πλησιάσει ο καιρός τα μάτια μου να κλείσω

επιθυμώ στον τόπο μου, εκεί να ξεψυχήσω»

«Φωτιά θα βάλω μόνος μου να κάψω το κορμί μου

γιατί δεν βρίσκεται γιατρός να γιάνει την πληγή μου»

Η μουσική και τα τραγούδια των προσφύγων επηρέασαν τον (μουσικό) πολιτισμό μας και παραμένουν μέχρι σήμερα ελκυστικά. Τώρα που οι τελευταίοι πρόσφυγες έχουν φύγει εξακολουθεί να ζει ο μουσικός τους πολιτισμός και να τονώνει την έμπνευση των συνθετών μας σε αρκετούς τομείς της μουσικής μας δημιουργίας. Με την ιδιότυπη γλώσσα, τον υψηλό ποιητικό λόγο, την ιδιορρυθμία και τη μελωδικότητα των ήχων και των μουσικών οργάνων τους πάντοτε μας συγκινούν και μας συναρπάζουν, γιατί αποτελούν έναν από τους μυστικούς ομφάλιους λώρους, που μας δένουν άρρηκτα με τις ελληνικές πατρίδες της Μικρασίας.

Ανάλογο ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης διαδραμάτισαν και οι εικαστικές τέχνες, με κυρίους εκπροσώπους τον Φώτη Κόντογλου από το Αϊβαλί, τον Σμυρνιό ζωγράφο και χαράκτη Γιώργο Σικελιώτη, τον γλύπτη Θανάση Απάρτη από Σμύρνη και τον ποιητή και γλύπτη Βάσο Καπάνταη από Μικρασιάτες γονείς, του οποίου τα περισσότερα έργα του από πηλό, πέτρα και μέταλλο έχουν θέμα τη Μικρασιατική καταστροφή.

Ο Γιώργος Σικελιώτης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της γενιάς του ΄30. Ο συνοικισμός της Καισαριανής (και οι άνθρωποί του), όπου πέρασε τα εφηβικά του χρόνια, αποτέλεσαν την έμπνευση του Σικελιώτη. Οι νοσταλγίες και οι αναμνήσεις, οι προσδοκίες και οι ελπίδες απεικονίζονται στο πολυσυζητημένο έργο του «Παράγκες», ενώ η μάνα στα έργα του ανάγεται σε διαχρονικό σύμβολο προστασίας των παιδιών από τα δεινά των πολέμων και των διωγμών.

Αξίζει ιδιαίτερη αναφορά στον Φώτη Κόντογλου, που αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους και πνευματικούς δημιουργούς του 20ου αιώνα. Πρόσφυγας, θα ζήσει μόνιμα στην Αθήνα, όπου δημιούργησε τεράστιο έργο, θέλοντας να εκφράσει τον καημό της προσφυγιάς, που και ο ίδιος βίωσε. «Ο τυφλός πρόσφυγας που ζητιανεύει» (1923), «Πρώτη εγκατάσταση στις παράγκες» και τα ‘Προσφυγικά» (1923) και η προσωπογραφία του συμπατριώτη του Νικολάου Χρυσοχόου (1924) αποτελούν τις πρώτες απόπειρες του Κόντογλου ν’ αποδώσει την εμπειρία της προσφυγιάς. Πολυτάλαντη προσωπικότητα, διφυής καλλιτέχνης: στο ίδιο πρόσωπο συνυπάρχουν ο ζωγράφος που γράφει και ο πεζογράφος που ζωγραφίζει. Ως ζωγράφος πρωτοστάτησε στο κίνημα για τη στροφή της ελληνικής τέχνης του 20ου αιώνα προς την πνευματική ένταση της βυζαντινής παράδοσης και τη δροσιά της λαϊκής ζωγραφικής. «Με την εμφάνισή του τάραξε τα λιμνασμένα νερά της ανερμάτιστης ευμάρειας του Μεσοπολέμου, κέντρισε την εθνική μας συνείδηση και διεσάλπισε την καθαρότητα της ορθόδοξης πίστης μας. Το έργο του παραμένει παρακαταθήκη στην εθνική μας συνέχεια..» γράφει ο Νίκος Ζίας.

Στο θέατρο, η απήχηση του τραύματος του 1922 ήταν περιορισμένη. Οι θεατρικοί συγγραφείς στέκονται αμήχανοι απέναντι στο πρόβλημα των προσφύγων.

Αντίθετα, η τραυματική εμπειρία της καταστροφής, οι εικόνες της φλεγόμενης προκυμαίας της Σμύρνης, των πανικόβλητων προσφύγων και των πρόχειρων καταυλισμών τους αποτυπώθηκαν από το φωτογραφικό, κινηματογραφικό και τελευταία από τον τηλεοπτικό φακό υπό τη μορφή λευκωμάτων, ρεπορτάζ, ντοκιμαντέρ, ταινιών, μυθοπλασίας και τηλεοπτικών σειρών, αποκτώντας συμβολική αξία στη συλλογική μνήμη όλου του ελληνικού Έθνους. Η ταινία του Βασίλη Μάρου «Τραγωδία του Αιγαίου» είναι σταθμός για το ελληνικό ντοκιμαντέρ. «Η μαγική Πόλη» του Κούνδουρου, στην οποία έγινε σκηνικό για πρώτη φορά μια εξαθλιωμένη συνοικία των Αθηνών, «Το Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη και τηλεοπτικές σειρές όπως «η Λωξάντρα», ‘Αστροφεγγιά», ‘Το μινόρε της Αυγής». «η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και τα «Ματωμένα Χώματα».

Επίσης, μη έχοντας ξεχάσει την πολιτιστική τους ταυτότητα, κράτησαν μέσα στην ψυχή τους και την ιερή παρακαταθήκη του υπέροχου αθλητικού πνεύματος που κυριαρχούσε στις Μικρασιατικές πατρίδες τους και έδωσαν ώθηση στον αθλητισμό. Δημιούργησαν ιστορικές αθλητικές ομάδες, δίνοντας ονόματα τέτοια, όπως στους συνοικισμούς τους, που να θυμίζουν τους ισχυρούς δεσμούς, που τους συνέδεαν με τις πατρογονικές εστίες τους. Ενδεικτικά αναφέρω τους μεγάλους αθλητικούς συλλόγους Πανιώνιο, Α.Ε.Κ., Π.Α.Ο.Κ., Ανατολή Ν. Ιωνίας.

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η λογοτεχνία, η μουσική, οι εικαστικές τέχνες, ο αθλητισμός, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση τροφοδότησαν με αναπαραστάσεις και εικόνες τη συλλογική μνήμη και διαμόρφωσαν τις προσλαμβάνουσες των επόμενων γενεών. Παράλληλα όλα αυτά τα πολιτισμικά μέσα, συνέβαλαν στη σταδιακή ενσωμάτωση των προσφύγων στο εθνικό σύνολο.

Αξίζει η αναφορά μας και σε άλλους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους από τη Μ. Ασία με συμβολή στον πολιτισμό της χώρας μας και που ο καθένας διέπρεψε στον τομέα με τον οποίο ασχολήθηκε, προσφέροντας και κτίζοντας το πολιτιστικό μας οικοδόμημα. Ο αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος, ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης, ο φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής, ο Δημήτρης Γληνός, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Κάρολος Κουν, ο Πέλος Κατσέλης αλλά και η Σοφία Βέμπο.

Σημαντική, επίσης, υπήρξε η επιρροή που άσκησαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες σε εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής των Ελλήνων, όπως στο χορό, την ενδυμασία, τη διατροφή, τα ήθη και τα έθιμα, τα οποία σταδιακά εντάχθηκαν πλήρως στην ελληνική παράδοση, πλουτίζοντας τον πολιτισμό μας σε μεγάλο βαθμό.

Οι πρόσφυγες, σαν συνήλθαν κάπως από τον Εφιάλτη, προσπάθησαν να συμφιλιωθούν με την τραγική μοίρα τους και να υπερβούν τα αδιέξοδά τους. Η ζωή άρχισε ν’ ανθίζει στους προσφυγικούς οικισμούς και να διεκδικεί πάλι το μερίδιό της στη χαρά, στον έρωτα, στο τραγούδι, στο γλέντι..Οι συνοικισμοί πλημμύριζαν κάθε βράδυ με τα τραγούδια τους. Οι πρόσφυγες δεν χρειάζονταν και πολύ για να έλθουν στο τσακίρ κέφι. Λίγο κρασί, ένας μεζές, λίγοι φίλοι και το γλέντι άναβε με το τίποτα, νιώθοντας όλα τα συναισθήματα έντονα στην ψυχή τους, την αγάπη, τη χαρά και τη λύπη.

«Οι άνθρωποι αυτοί», θυμάται ο Μάρκος Βαμβακάρης, «ήτανε μαθημένοι να δουλεύουνε και να γλεντάνε. Μπορεί ο πρόσφυγας να δούλευε όλα τη βδομάδα σα σκύλος, αλλά το Σαββατοκύριακο πήγαινε να γλεντήσει. Να βγει, να πάει, αν δείξει, να κάνει..»

Έφεραν επίσης οι πρόσφυγες έναν νέο τρόπο γλεντιού. Οι γηγενείς διασκεδάζουν με ευρωπαϊκά και δημοτικά «ενώ αυτοί εδώ», συνεχίζει ο Βαμβακάρης, «όταν ήλθαν αρχίσανε τσιφτετέλια, συρτά, πολλά πολλά πράγματα..».Η επιρροή τους στο χορό ήταν πολύ δραστική, καθώς χαρακτηριστικές κινήσεις και ρυθμοί ενσωματώθηκαν στην ελληνική παράδοση και συναντώνται μέχρι τις μέρες μας. Χοροί Αϊβαλιώτικοι, καρσιλαμάδες, τσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα, Μανέδες, Τριβαέρια, Ποντιακοί και άλλοι. Αναπτύχθηκε στις προσφυγικές γειτονιές ένας τρόπος ζωής και διασκέδασης πρωτόγνωρος και ελκυστικός για τους γηγενείς νέους της εποχής. Η Αρμένισσα Ανζελ Κουρτιάν επισκέπτεται τον προσφυγικό συνοικισμό της Κοκκινιάς και γράφει: «Όταν φθάσαμε, μείναμε έκπληκτοι. Πολύς κόσμος κυκλοφορούσε χαρούμενος. Ταβέρνες, καφενεία γεμάτα, ορχήστρες ανατολίτικες, τα πεζοδρόμια μέχρι και το δρόμο τραπεζάκια. Τα ούζα, τα τας κεμπάμπ, τα τζατζίκια, οι παστουρμάδες και τα σαγανάκια μοσχοβολούσαν. Πολύ όμορφα κορίτσια κάνουν βόλτες. Παρέες. παρέες πιασμένες αγκαζέ ή χέρι-χέρι. Πειράζουν και πειράζονται…»

Σε ό,τι αφορά την ενδυμασία οι πρόσφυγες δεν μετέφεραν στον Ελλαδικό χώρο αυτούσιες τις φορεσιές τους. Δημιούργησαν όμως και διέδωσαν περίτεχνα κεντήματα.

Η διατροφή των Ελλήνων δέχθηκε σημαντικές επιδράσεις, καθώς οι παραδοσιακές συνταγές των προσφύγων, εντάχθηκαν στην ελληνική κουζίνα. Τέτοια φαγητά είναι τα σουτζουκάκια, τας κεμπάμπ, το ιμάμ μπαϊλντί, ο πατσάς, ο μουσακάς, τα πιλάφια, τα πιροσκί, τα γιουβαρλάκια, οι ντολμάδες και γλυκά: το καζάν ντιπί, το σάμαλι, ο χαλβάς, το ισλί, ο μπακλαβάς, το καταϊφι και άλλα.

Τα ήθη και έθιμα, που έφεραν οι Μικρασιάτες αλλά κα οι Έλληνες του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης στην Ελλάδα, σταδιακά παγιώθηκαν και εναρμονίστηκαν με τα ήδη υπάρχοντα στον ελληνικό χώρο. Χαρακτηριστικά, αυτά που αφορούν στη γέννηση, στο θάνατο, στο γάμο. Έθιμα θρησκευτικά και τελετουργικά.

Για τους γηγενείς Έλληνες ο διαφορετικός τρόπος ζωής και οι συνήθειες των προσφύγων, τα ήθη και τα έθιμά τους, τα περίεργα ντυσίματά τους, η εξωτική κουζίνα τους, η ανατολίτικη μουσική, τα τραγούδια και οι χοροί τους, η έντονη κοινωνικότητά τους, η θορυβώδης διασκέδαση, η ροπή στα γλέντια και την καλοπέραση και η εισαγωγή των γυναικών στη μέχρι τότε ανδροκρατούμενη εργατική τάξη, καθώς αποτέλεσαν την πλειοψηφία στο χώρο της βιομηχανίας ετοίμων ενδυμάτων, ήταν αυτά που πυροδότησαν και αρνητικά στερεότυπα για τους πρόσφυγες, που αναφέρονται στα δήθεν «ελαφρά ήθη των γυναικών προσφύγων». Πρόκειται για τυπικό σύνδρομο γενικά των ρατσιστικών αντιλήψεων. Η γυναίκα πρόσφυγας θεωρήθηκε απειλή για την ηθική τάξη της κοινωνίας. Η στερεότυπη εικόνα εμφάνιζε την προσφυγοπούλα, που επιστρατεύει την ανατολίτικη θηλυκότητά της για να τυλίξει τους γηγενείς νέους, ώστε να εξασφαλίσει μια καλύτερη ζωή. Ενδεικτικό το προσβλητικό άρθρο του Κώστα Ουράνη στην εφημερίδα της εποχής «Ελεύθερος Λόγος»: «Είναι γυναίκες που αρέσκονται πολύ να προκαλούν. Είναι όλες με υποβλητικές καμπυλότητες…Δεν έχουν επάνω τους καμμιά αρχοντιά! Είναι θηλυκά. Ντύνονται με κίτρινα, με μαβιά, με ρόδινα χρώματα. Με γυμνούς λαιμούς, με γυμνά μπράτσα.…».

Η απάντηση, βεβαίως, ήλθε στην ίδια εφημερίδα από έναν αναγνώστη Κ.Α., γηγενή  Αθηναίο, άνθρωπο με μόρφωση και ευαισθησία, που πήρε μέρος ως στρατιώτης στη Μικρασιατική εκστρατεία. Τις εντυπώσεις του Κώστα Ουράνη τις θεωρεί αποτέλεσμα της δυτικολαγνείας του, της προκατάληψης και κυρίως της άγνοιάς του για την Ελληνίδα της Μικράς Ασίας. Έκρινε με την εύκολη, την ψυχρή και άδικη παρατήρηση του ανθρώπου που δεν αγαπά εκείνο που δεν γνωρίζει. Ο αναγνώστης γράφει: «Η θύμησή μου τρέχει στην Ελληνίδα της Ανατολής που πρόβαλε στο παράθυρο, έκοψε τα λουλούδια από τη γλάστρα να μας ράνει, έστρωσε τα στολίδια της στο δρόμο να περάσουμε, άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουνε πονετικά…Τις γυναίκες αυτές εμείς τις βλέπουμε με λυμένα τα μαλλιά να μοιρολογούν και να οδύρονται. Είναι οι γυναίκες που πόνεσαν πολύ και όσο για τη σιλουέτα τους και τη γραμμή τους, κοιτάζουμε λιγάκι πιο βαθιά μες στην ψυχή…».

Το σημαντικότερο όμως και πολυτιμότερο στοιχείο, που συνόδεψε τους πρόσφυγες της Μ. Ασίας, ήταν η βαθιά τους πίστη και το έντονο θρησκευτικό τους συναίσθημα. Αυτή η ασάλευτη πίστη τους έγινε η κινητήριος δύναμη που τους έδωσε κουράγιο και ελπίδα να ξαναρχίσουν τη ζωή τους, να επιβιώσουν, να προκόψουν στη νέα πατρίδα και ν’ αναδείξουν τον μικρασιατικό προσφυγικό Ελληνισμό ως ζωογόνο παράγοντα για τη σύγχρονη Ελλάδα. Έχτισαν μεγαλοπρεπείς ναούς και μοναστήρια, όπου στέγασαν τα εκκλησιαστικά κειμήλια, που κατόρθωσαν να διασώσουν από την καταστροφή. Ενδεικτικά αναφέρω το Μουσείο Μικρασιατικού Πολιτισμού στο Νέο Προκόπι Εύβοιας, δίπλα στο προσκύνημα του Οσίου Ιωάννη Ρώσου, που στεγάζει τη λάρνακα του Αγίου, άγια Ευαγγέλια και δισκοπότηρα, ιερές εικόνες και μοναδικά εκθέματα γεμάτα πόνο, πίστη, αγάπη και κυρίως ιστορία,  που έφεραν οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες του Προκοπίου της Καππαδοκίας μετά τη συνθήκη της Λωζάννης.

Η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου και ο Σταυρός του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Κομνηνού, φυλάσσονται στην Ιερά Μονή της Νέας Παναγιάς του Σουμελά στη Βέροια. Το μπαστούνι, η ζώνη και το πετραχήλι του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης, καθώς και ο Σταυρός και τα εξαπτέρυγα από τον ναό, στον οποίο βαπτίστηκε στην Καππαδοκία ο Άγιος Παϊσιος, είναι κάποια από τα ανεκτίμητης ιστορικής αξίας εκθέματα του Παύλειου Κειμηλαρχείου της Ιεράς Μητροπόλεως Βέροιας, Νάουσας και Καμπανίας., Ιεροί θησαυροί. Θρησκευτικούς πολύτιμους θησαυρούς έφεραν κα στην Πάτρα οι Μικρασιάτες πρόσφυγες. Στο Ναό της Αγίας Φωτεινής στα Προσφυγικά, που θεμελιώθηκε το 1925 και εγκαινιάστηκε το 1937 φυλάσσονται ακόμα τέσσερις εικόνες τους. Η εικόνα της Παναγιάς της Σμυρνιάς, που έιχε σώσει η αείμνηστη Μικρασιάτισσα Φιλιώ Μανάρα, ο Σταυρός Ευλογίας (τσέπης) του Αγίου Εθνοϊερομάρτυρος Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου Σμύρνης, 4 εικόνες που δείχνουν τον Ιησού, την Παναγία, τον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο και το Τρίμορφο (Παναγία, Ιησού Χριστό). Επίσης ανέδειξαν αξιόλογους εκκλησιαστικούς άνδρες, λογιότατους αρχιερείς  και οσιους χαρισματικούς ιερομονάχους. Οι 3 Άγιοι Γέροντες του 20ου αιώνα Πορφύριος, Παϊσιος Ιάκωβος, προέρχονται από τη Μικρασιατική γη.

Οι μικρασιάτες πρόσφυγες, Κυρίες και Κύριοι, που ξαφνικά και απρόσμενα πετάχθηκαν σαν το ρημαγμένο σκαρί στα βράχια μιας ακτής, δεν έσκυψαν μοιρολατρικά το κεφάλι στη δυστυχία και το κακό, που τους βρήκε. Με την εξυπνάδα τους, την εργατικότητα, την πίστη στο Θεό κατάφεραν να ορθοποδήσουν, να προκόψουν και ν’ αγαπήσουν τη νέα τους πατρίδα, προσφέροντας, μένοντας όμως νοσταλγοί αθεράπευτοι της αλησμόνητης πατρίδας τους ως τη στερνή τους πνοή και φροντίζοντας αυτή την ανείπωτη αγάπη και νοσταλγία τους να τη μεταγγίσουν και ως τα κατάβαθα της ψυχής των απογόνων τους.

Κουβάλησαν μαζί τους έναν τρισχιλιόχρονο ελληνικό πολιτισμό, μια μακραίωνη ιστορία, μια ανώτερη αξιοσέβαστη κουλτούρα και μια ψυχική αρχοντιά. Και τους σπόρους αυτούς τους φύτεψαν στη γη της μάνας Ελλάδας.

Μετά το 1922, ο Ελληνισμός μας δεν ήταν ο ίδιος. Παρότι έχασε τις πατρογονικές του εστίες στη φιλοσοφομάνα ανατολή, εμπλούτισε και τροφοδότησε με τους πρόσφυγες, το σύγχρονο πολιτιστικό και ιστορικό όραμα της Ελλάδας.

Ζώντας σε μια εποχή κυνισμού, αμνησίας και ιστορικής άγνοιας, το φως τους, 100 χρόνια μετά, καίει πάντα την ψυχή μας, μας δείχνει πώς γεννήθηκε ο νέος Ελληνισμός και φωτίζει την εθνική αυτογνωσία μας, στο όνομα της οποίας, αγαπητοί φίλοι, οφείλουμε να μείνουμε ενωμένοι, γιατί τότε μόνο η ιστορική μνήμη δικαιώνεται, όταν διδάσκει και μας καθοδηγεί.

 



H Eταιρεία

Η Πανελλήνια Εταιρεία Γηριατρικής και Γεροντολογίας, είναι μια εταιρεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα (ΜΚΟ), που ιδρύθηκε το 1999 με έδρα την Πάτρα.

 

Η εταιρεία έχει επιστημονικό, εκπαιδευτικό και φιλανθρωπικό χαρακτήρα. Οι πόροι της εταιρείας προέρχονται από εγγραφές και συνδρομές των μελών, δωρεές, κληρονομιές, κληροδοτήματα, επιχορηγήσεις και κάθε άλλη θεληματική προσφορά μελών ή τρίτων όπως και έσοδα από τις διάφορες εκδηλώσεις και ενέργειες της Εταιρείας.

Γίνε Υποστηρικτής

Γίνε Μέλος

Πανελλήνια Εταιρεία Γηριατρικής & Γεροντολογίας

Επικοινώνησε μαζί μας:

 

Ν.Ε.Ο Πατρων Αθηνων 9
T.K. 26441
(+30) 2610 439.090
girpatras@gmail.com

Aκολούθησέ μας:

 

FACEBOOK
INSTAGRAM